Τι σημαίνει Ω γλυκύ μου έαρ; Μάθετε ποιος έγραψε τον Επιτάφιο Θρήνο που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή.
“Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα παλαιά και η αρχή της νέας ζωής, μια συνεχής διάβαση από τον «κόσμο τούτο στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί εν Χριστώ“, γράφει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο βιβλίο του “Μεγάλη Σαρακοστή” (εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1999).
Τη Μεγάλη Παρασκευή που είναι αφιερωμένη στα Άγια Πάθη και στη Σταύρωση, γίνεται η περιφορά του Επιταφίου, όπου ψάλλεται ο Επιτάφιος Θρήνος.
Οι Στάσεις στον Επιτάφιο Θρήνο
Η Ακολουθία του Επιτάφιου Θρήνου, ήτοι Όρθρος του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή. Η εν λόγω Ακολουθία περιέχει τα Εγκώμια, τα οποία συνήθως δεν ψάλλονται όλα, αλλά χάριν συντομίας παραλείπονται πολλά εξ αυτών. Τα Εγκώμια ψάλλονται σε τρεις Στάσεις:
- Η πρώτη Στάση ξεκινάει με το: “Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.”
- Η δεύτερη Στάση ξεκινάει με το: “Άξιόν εστι, μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην, τον εν τω Σταυρώ τας χείρας εκτείναντα, και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.”
- Η τρίτη Στάση ξεκινάει με το: “Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.”
Ω γλυκύ μου έαρ Στίχοι – Μετάφραση
Ο Επιτάφιος Θρήνος δεν είναι γνωστό από ποιον ή ποιους γράφτηκε. Εκτιμάται ότι ο υμνογράφος τον έγραψε στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι στίχοι με την φράση “Ω γλυκύ μου έαρ” περιέχονται στην τρίτη Στάση. Η απόδοση στη νεοελληνική (η λεγόμενη κακώς μετάφραση) των στίχων της τρίτης Στάσης του Επιτάφιου Θρήνου – Αι γενεαί πάσαι (ω γλυκύ μου έαρ) – (σσ. από το σημείο που υπάρχει πρώτη αναφορά), είναι η παρακάτω:
1/ Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, που έδυ σου το κάλλος.
1/ Ω άνοιξη γλυκιά μου, γλυκύτατο παιδί μου, που κρύφτηκε η ομορφιά σου.
2/ Θρήνον συνεκίνει, η πάναγνός σου Μήτηρ, σου Λόγε νεκρωθέντος.
2/ Θρήνο συγκαλούσε η πάναγνη Μητέρα σου, όταν νεκρώθηκες, Λόγε.
3/ Γύναια συν μύροις, ήκουσι μυρίσαι, Χριστόν το θείον μύρον.
3/ Γυναίκες με μύρα ήλθαν για ν’ αλείψουν τον Χριστό, που είναι το θείο μύρο.
4/ Θάνατον θανάτω, συ θανατοίς Θεέ μου, θεία σου δυναστεία.
4/ Το θάνατο θανατώνεις με θάνατο, εσύ Θεέ μου, με τη θεία εξουσία σου.
5/ Πεπλάνηται ο πλάνος, ο πλανηθείς λυτρούται, σοφία ση Θεέ μου.
5/ Αυτός που πλάνεψε (ο διάβολος) πλανήθηκε (από τον Θεό), ο δε παραπλανηθείς (ο άνθρωπος) λυτρώθηκε με το σχέδιο της σοφίας σου, Θεέ μου.
6/ Προς τον πυθμένα Άδου, κατήχθη ο προδότης, διαφθοράς εις φρέαρ.
6/ Στον πυθμένα του άδη ρίχτηκε ο προδότης, σε λάκκο καταστροφής.
7/ Τρίβολοι και παγίδες, οδοί του τρισαθλίου, παράφρονος Ιούδα.
7/ Αγκάθια και παγίδες οι δρόμοι του αθλίου, παράφρονος Ιούδα.
8/ Συναπολούνται πάντες, οι σταυρωταί σου Λόγε, Υιέ Θεού παντάναξ.
8/ Οι σταυρωτές σου, Λόγε, Υιέ του Θεού, παμβασιλέα, θα καταστραφούν όλοι (μαζί με τον Ιούδα).
9/ Διαφθοράς εις φρέαρ, συναπολούνται πάντες, οι άνδρες των αιμάτων.
9/ Σε λάκκο καταστροφής (στην κόλαση) θα χαθούν όλοι οι άνδρες των αιμάτων (οι φονιάδες).
10/ Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πως πάθος κατεδέξω.
10/ Υιέ του Θεού παμβασιλέα, Θεέ μου, Πλαστουργέ μου, πως δέχτηκες το πάθος.
11/ Η δάμαλις τον μόσχον, εν Ξύλω κρεμασθέντα, ηλάλαζεν ορώσα.
11/ Η δάμαλις (η Παρθένος), βλέποντας το μόσχο (τον Υιό της) κρεμάμενο στο ξύλο, θρηνούσε από πόνο (ηχηρά).
12/ Σώμα το ζωηφόρον, ο Ιωσήφ κηδεύει, μετά του Νικοδήμου.
12/ Ο Ιωσήφ μαζί με το Νικόδημο κηδεύουν το ζωηφόρο σώμα (του Χριστού).
13/ Ανέκραζεν η Κόρη, θερμώς δακρυρροούσα, τα σπλάγχνα κεντουμένη.
13/ Κραύγαζε η Κόρη (η Παρθένος), θερμά χύνουσα δάκρυα, νιώθοντας να τρυπιούνται τα σπλάγχνα της (από λύπη).
14/ Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πως τάφω νυν καλύπτη.
14/ Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατο παιδί μου, πως καλύπτεσαι τώρα στον τάφο.
15/ Τον Αδάμ και Εύαν, ελευθερώσαι Μήτερ, μη θρήνει, ταύτα πάσχω.
15/ Να μη θρηνείς, Μητέρα, ολ’ αυτά τα πάσχω, για να ελευθερώσω (από την αμαρτία) τον Αδάμ και την Εύα.
16/ Δοξάζω σου Υιέ μου, την άκραν ευσπλαγχνίαν, ης χάριν ταύτα πάσχεις.
16/ Δοξάζω σου, Υιέ μου, την άκρα ευσπλαγχνία, ένεκα της οποίας ταύτα πάσχεις.
17/ Όξος εποτίσθης, και χολήν Οικτίρμον, την πάλαι λύων γεύσιν.
17/ Ποτίστηκες με ξύδι και χολή, ευσπλαγχνικέ Θεέ μου, καταργώντας την παλαιά γεύση (του καρπού της παρακοής).
18/ Ικρίω προσεπάγης, ο πάλαι τον λαόν σου, στύλω νεφέλης σκέπων.
18/ Στερεώθηκες (με καρφιά) επάνω σε ικρίωμα (τον σταυρό), εσύ, που παλαιά σκέπαζες το λαό σου (στην έρημο) με φωτεινή στήλη νεφέλης (καθοδηγώντας τον στην περιπλάνησή του).
19/ Αι Μυροφόροι Σώτερ, τω τάφω προσελθούσαι, προσέφερόν σοι μύρα.
19/ Οι μυροφόρες (γυναίκες), Σωτήρ μου, ελθούσαι στο μνημείο, σου πρόσφεραν αρώματα.
20/ Ανάστηθι Οικτίρμον, ημάς εκ των βαράθρων, εξανιστών του Άδου.
20/ Ανάστα (εκ των νεκρών), ευσπλαγχνικέ Κύριε, ανασταίνοντας κι εμάς από τα σκοτεινά βάραθρα του Άδη.
21/ Ανάστα Ζωοδότα, η σε τεκούσα Μήτηρ, δακρυρροούσα λέγει.
21/ Ανάστα (εκ των νεκρών), εσύ που δίδεις ζωή, χύνουσα δάκρυα, λέγει η τεκούσά σε Μητέρα.
22/ Σπεύσον εξαναστήναι, την λύπην λύων Λόγε, της σε αγνώς Τεκούσης.
22/ Σπεύσε ν’ αναστηθείς, Λόγε, καταργώντας τη λύπη της Μητέρας, που αγνώς σε έφερε στη ζωή (χωρίς να χάσει την παρθενία της).
23/ Ουράνιοι Δυνάμεις, εξέστησαν τω φόβω, νεκρόν σε καθορώσαι.
23/ Οι ουράνιες δυνάμεις (οι αγγέλοι) κατεπλάγησαν από φόβο, βλέποντάς σε νεκρό.
24/ Τοις πόθω τε και φόβω, τα πάθη σου τιμώσι, δίδου πταισμάτων λύσιν.
24/ Σ’ αυτούς που με πόθο και με φόβο τιμούν τα άγιά σου πάθη, χορήγει άφεση πταισμάτων.
25/ Ω φρικτόν και ξένον, θέαμα Θεού Λόγε! πως γη σε συγκαλύπτει.
25/ Ω φρικτό και παράδοξο θέαμα, Λόγε του Θεού! Πως η γη σε σκεπάζει.
26/ Φέρων πάλαι φεύγει, Σώτερ Ιωσήφ σε, και νυν σε άλλος θάπτει.
26/ Παλαιά ο Ιωσήφ (ο Μνήστωρ), Σωτήρα μου, έχοντάς σε μαζί του, φεύγει (στην Αίγυπτο) και τώρα άλλος σε ενταφιάζει.
27/ Κλαίει και θρηνεί σε, η πάναγνός σου Μήτηρ, Σωτήρ μου.
27/ Η πάναγνη Μητέρα σου, Σωτήρα μου, σε κλαίει και σε θρηνεί, νεκρωθέντα. νεκρωθέντα.
28/ Φρίττουσιν οι νόες, την ξένην και φρικτήν σου, Ταφήν του πάντων Κτίστου.
28/ Οι νοερές δυνάμεις (οι άγγελοι) φρίττουν την ταφή σου, του Κτίστη των απάντων.
29/ Έρραναν τον τάφον, αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωΐ ελθούσαι.
29/ Ράντισαν τον τάφο οι μυροφόρες μύρα, πολύ πρωί ελθούσαι. (τρις)
30/ Ειρήνην Εκκλησία, λαώ σου σωτηρίαν, δώρησαι ση Εγέρσει.
30/ Ειρήνη στην Εκκλησία και στο λαό σου σωτηρίαν, δώρησε με την ανάστασή σου.
Διαβάστε επίσης:
→ Γιατί κάνουμε Ανάσταση στις 12 τα μεσάνυχτα το Μεγάλο Σάββατο;
→ Η μετάφραση της Αναστάσιμης Προσευχής “Χριστός ανέστη”